ἥλιος

ἥλιος
ἥλιος, , [dialect] Ep. [full] ἠέλιος, as always in Hom. (exc. in the late passage Od.8.271) and Hes., cf. Hp.Alim.42: [dialect] Dor. [full] ἀέλιος [pron. full] [ᾱ] Pi.P.4.144, Call. Cer.92, Lav.Pall.89, and lyr. in Trag., S.Ant.809, E.Ph.175, al., but [full] ἅλιος [pron. full] [ᾱ], S.Tr.96, E.Alc.395 (ᾰέλιος S.Tr.835): Cret. [full] ἀβέλιος (i.e. [full] ϝ-), Hsch.: [dialect] Aeol. [full] ἀέλιος Sapph.79(= Oxy.1787Fr.1.25), Supp.25.7; [full] ἄλιος Sapph.69 (s.v.l.): Arc. [full] ἀέλιος (or [pref] ἁ-) IG5(2).4.12 (Tegea, iv B.C.):—
A sun, Il.7.421, etc.; ὁρᾶν φάος ἠελίοιο to see the light of life, live, 18.61, etc.;

ὑπ' ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ ἀστερόεντι ναιετάουσι 4.44

;

γυνὴ . . ἀρίστη τῶν ὑφ' ἡλίῳ E.Alc.151

; οὐκέτ' ἔστιν ὑφ' ἁλίῳ ib.395; also

ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶσθαι Th.2.102

;

οἱ ὑπὸ τοῦτον τὸν ἥλιον ἄνθρωποι D.18.270

;

τριῶν τῶν ὑπὸ τὸν ἥ. μεγίστων ἡγεμονιῶν Plu.Luc.30

: prov.,

οὐδ' ὁ ἥ. εἴσεται Hld.7.21

; ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ (sc. ὅμοιος) a pale reflection, Com.Adesp.5.15D.
2 to determine the cardinal points, πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε towards the East, opp. πρὸς ζόφον:

εἴτ' ἐπὶ δεξί' ἴωσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, εἴτ' ἐπ' ἀριστερὰ τοί γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα Il. 12.239

, cf. Od.9.26
;

ὅσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, ἠδ' ὅσσοι μετόπισθε ποτὶ ζόφον 13.240

; πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς, opp. πρὸς ἑσπέρην, Hdt.7.58;

τὰ πρὸς ἠῶ τε καὶ ἥλιον ἀνατέλλοντα Id.4.40

; οἱ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Αἰθίοπες the eastern . . , Id.7.70.
3 day, S.El. 424; a day, Pi.O.13.37, Hp.Alim.42, E.Hel.652(pl.), Ps.-Luc.Philopatr. 4,26, etc.; later, year, Herod.10.1.
4 sunshine, sun's heat,

ἐπὶ τοῖς ὄρεσιν Pl.Phd.116e

;

ἥ. πολύς Luc.Nav.35

, cf.Herm.25; πολὺντὸν ἥ. ἐμφαίνειν, of a sunburnt person, Id.Ind.3, cf. Rh.Pr.9: pl., sunbeams, Thphr.Sign.22, Ael.NA16.17; hot sunny days, Th.7.87.
5 metaph., sunshine, brightness,

ψυχῆς Plu.2.994e

, cf. Artem.2.36
, etc.; of a person,

Ἑλλάνων δόξης δεύτερον Ἀέλιον IG14.1188

; of Ptol. VI, UPZ15.33; νέος Ἥ., of Nero and Caligula, SIG814.34, 798.3.
II as pr. n., Helios, the sun-god, Od.8.271, etc.; νὴ τὸν Ἥ. Men.Sam. 108; ὑπὸ Δία Γῆν Ἥλιον, in manumission-formula, POxy.48.6, 49.8 (i A.D.), IG9(1).412 ([place name] Aetolia), IPE2.54.10(iii A.D.); [

Ἥλιος] δούλους ἐλευθέρους ποιεῖ Artem.2.36

; identified with Apollo, Carm.Pop.12, E.Fr.781.11; with Dionysus, D.Chr.31.11, etc.
2 Ἡλίου ἀστήρ, of the planet Saturn, v.l. in Pl.Epin.987c, cf. D.S.2.30, Theo Sm. p.130H. (I.-E. sāwelios, cf. Cret. ἀβέλιος, Lith. sáulė, Lat. sōl.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἥλιος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλιος — sun masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • ήλιος του μεσονυκτίου — Όρος με τον οποίο εκφράζεται, με κάπως ποιητικό τρόπο, η 24ωρη παρουσία φωτός στις δύο πολικές περιοχές της Γης επί έξι ολόκληρους μήνες κάθε χρόνο. Ο ήλιος του μεσονυκτίου, όπως φαίνεται από το Μπόντε της Νορβηγίας …   Dictionary of Greek

  • Ήλιος — ο 1. αυτόφωτο απλανές ουράνιο σώμα που κατέχει το κέντρο του πλανητικού μας συστήματος: Μια περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο διαρκεί ένα έτος. 2. κάθε παρόμοιο αστέρι: Στο σύμπαν υπάρχουν αμέτρητοι ήλιοι. 3. το φυτό ηλίανθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἤλιος — Ἦλις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χώρην γε οὐδεμίαν κατόψεται ἥλιος, ὁμουρέοσαν τῇ ἡμέτερῃ. — χώρην γε οὐδεμίαν κατόψεται ἥλιος, ὁμουρέοσαν τῇ ἡμέτερῃ. См. Солнце не заходит в моем государстве …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἠέλιον — Ἥλιος masc/fem acc sg (epic) Ἥλιος neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡλίω — Ἥλιος masc/fem/neut nom/voc/acc dual Ἥλιος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίω — ἥλιος sun masc nom/voc/acc dual ἥλιος sun masc gen sg (doric aeolic) ἡλιόω live in the sun imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἡλιόω live in the sun pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἡλιόω live in the sun imperf ind act 3rd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡέλιον — Ἥλιος masc/fem acc sg (epic) Ἥλιος neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”